- ακροθάλασσο
- τοτο ακροθαλάσσι*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακροθαλάσσι — και ακροθάλασσο, το η ακροθαλασσιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + θαλάσσι] … Dictionary of Greek
αστραπόβολο — και βόλι, το και βολος, ο 1. αλλεπάλληλες αστραπές 2. ο κεραυνός 3. αερόλιθος που προέρχεται από κεραυνό σύμφωνα με λαϊκές δοξασίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αστραπή + βόλι < μσν. βόλιον, υποκορ. του αρχ. βόλος < βάλλω. Κατά το αστραπόβολο αστραποβόλι … Dictionary of Greek